συμπαραρρέω

συμπαραρρέω
Μ
παραρρέω, παρέρχομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («τῇ τοῡ χρόνου συμπαραρρέοντα φύσει», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παραρρέω «ξεφεύγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”